κραξιά

κραξιά
κραξιά, η και κράξιμο, το
1. κραυγή.
2. κάλεσμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κραξιά — η 1. κραυγή, ιδίως κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ. 2. κάλεσμα ζώου, ιδίως ορνίθων ή άλλων κατοικίδιων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραξ τού κράζω (πρβλ. αόρ. ἔ κραξ α) + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά, ρουφηξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • φώναγμα — το, ατος και φώνασμα, το ατος 1. κραυγή, κράξιμο, κραξιά, ξεφωνητό, αναφώνηση: Μάλωναν γυναίκες κι ακούγονταν φωνάγματα. 2. κλήση, κάλεσμα, καλεσμός: Μ ένα φώναγμα θα έρθει εδώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”